κόλπωσε

κόλπωσε
κολπόω
form into a swelling fold
aor ind act 3rd sg (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κολπώνω — (AM κολπῶ, όω, Μ και κολπώνω) [κόλπος] δίνω σε κάτι σχήμα κόλπου, κάνω κάτι να φουσκώσει, εξογνώνω (α. «ο αέρας κόλπωσε τα πανιά τού καραβιού» β. «ἄνεμος ἐμπεσὼν τοῖς ἱστίοις ἔφερε κολπώσας τὴν ὀθόνην», Λουκιαν. γ. «ὁ ὑμήν... φυσώμενος διὰ τοῦ… …   Dictionary of Greek

  • κολπώνω — κόλπωσα, κολπώθηκα, κολπωμένος, κάνω κάτι σε σχήμα κόλπου, καμπυλώνω κάτι, εξογκώνω, φουσκώνω: Ο αέρας κόλπωσε τα πανιά του καραβιού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”